μονοκράτορας

μονοκράτορας
και μονοκράτωρ, ο (Μ μονοκράτωρ, -ορος)
απόλυτος κυρίαρχος, μονάρχης
μσν.
ανώτατος διοικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -κράτωρ (< κράτος), πρβλ. μεγαλο-κράτωρ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μονοκράτορας — ο ο απόλυτος κυρίαρχος, ο μονάρχης: Έγινε μονοκράτορας στο βασίλειο αφού δολοφόνησε τον αδερφό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοκράτωρ — ο (Μ μονοκράτωρ, ορος) βλ. μονοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • μονοκρατής — μονοκρατής, ές (Μ) μονοκράτορας, μονάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρατής (< κράτος), πρβλ. μεγαλο κρατής] …   Dictionary of Greek

  • μονοκρατορεύω — (Μ) [μονοκράτωρ] είμαι μονοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • μονοκρατορώ — (Μ μονοκρατορῶ, έω) [μονοκράτωρ] είμαι μονοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • μονοκρατώ — μονοκρατῶ, έω (Μ) [μονοκρατής] 1. είμαι ή γίνομαι μονοκράτορας, μονάρχης 2. έχω απόλυτη κυριαρχία σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • Καρλομάνος — (Carloman). Όνομα Ευρωπαίων ηγεμόνων του Μεσαίωνα. 1. Κ. (715 – Βιέννη 754). Βασιλιάς των Φράγκων (741 747). Γιος του Καρόλου Μαρτέλου, διαδέχθηκε τον πατέρα του και συμβασίλευσε με τον αδελφό του, Πεπίνο τον Βραχύ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας …   Dictionary of Greek

  • Κώνστας — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Δυτικού και του Ανατολικού (Βυζάντιο) κράτους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’ (Flavius Julius Constans, 323 – 350). Αυτοκράτορας του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (337 350). Ήταν ο μικρότερος γιος του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”